- έντοκος
- [эндокос] εκ. приносящий проценты,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
έντοκος — η, ο (Α ἔντοκος, ον) αυτός που αποφέρει τόκο («έντοκο γραμμάτιο») αρχ. (για γυναίκα) αυτή που μόλις γέννησε … Dictionary of Greek
έντοκος — η, ο επίρρ. α που αποφέρει τόκο, που γίνεται με σκοπό την είσπραξη τόκου: Έντοκη κατάθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔντοκον — ἔντοκος with young masc/fem acc sg ἔντοκος with young neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόκων — ἔντοκος with young masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντοκα — ἔντοκος with young neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκοφόρος, -α — ο αυτός που αποφέρει τόκο, έντοκος: Τοκοφόρο δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)